- ξεβρομίζω
- 1. αφαιρώ τη βρόμα από κάποιον ή από κάτι, καθιστώ κάποιον ή κάτι καθαρό2. γίνομαι καθαρός («λούστηκα και ξεβρόμισα»)3. μτφ. α) επανορθώνω κακή πράξηβ) προβαίνω σε κάθαρση, εκκαθαρίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)-* + βρομίζω].
Dictionary of Greek. 2013.